λῃστικῶς

λῃστικῶς
λῃστικός
piratical
adverbial

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ληστικός — λῃστικός, ή, όν (Α) [ληστής] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους ληστές ή στους πειρατές, ο κατάλληλος για ληστεία ή πειρατεία, πειρατικός («λῃστικόν ποτε πλοῑον ἔχων ἐλῄζετο τοὺς συμμάχους», Δημοσθ.) 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ λῃστική η ληστεία 3.… …   Dictionary of Greek

  • ԱՒԱԶԱԿԱԲԱՐ — ( ) NBH 1 0388 Chronological Sequence: 7c, 11c մ. ԱՒԱԶԱԿԱԲԱՐ. ληστικῶς more praedonum որ եւ ԱՒԱԶԱԿԱՊԷՍ, ԱՒԱԶԱԿՕՐԷՆ. Իբրեւ աւազակ. *Ի վերայ անկանելով աւազակաբար խաբէոթեամբ. Արշ.: *Աւազակաբար ʼի խնդիրս անկանէր. Վրք. ոսկ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”